- εμπειροτέχνης
- ο (θηλ. εμπειροτέχνις, η)αυτός που εξαιτίας τής πείρας του σε κάποιον τομέα μπορεί να εκφέρει έγκυρη άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπειροτέχνης — ο θηλ. ισσα που μπορεί να έχει έγκυρη γνώμη σε κάτι εξαιτίας της πείρας του σ αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οινολόγος — ο, η ειδικός χημικός επιστήμονας ή εμπειροτέχνης που ασχολείται με την οινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oenologiste (< οἶνος + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek